- Γαμαλιήλ
- Гамалиил (фарисей, уважаемый законоучитель в Иер., воспитывал Савла, ап. Павла); см. евр. (גַּמְלִיאל).
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Γαμαλιήλ — Όνομα Εβραίων νομοδιδασκάλων. 1. Γ. Α’ (1ος αι. μ.Χ.). Περίφημος νομοδιδάσκαλος της Ιερουσαλήμ του οποίου μαθητής ήταν και ο Απόστολος Παύλος. Διακρινόταν για τη σοφία και τη σύνεσή του, αρετές που αποδείχτηκαν όταν ως μέλος του Μεγάλου Ιουδαϊκού … Dictionary of Greek
Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… … Dictionary of Greek
Ταργκούμ — Αραμαϊκή λέξη που σημαίνει μετάφραση. Με τον όρο Τ. χαρακτηρίζουν οι νεότεροι θεολόγοι τις παραφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης, που έγιναν μετά τον εξαραμαϊσμό της εβραϊκής γλώσσας. Στην αρχή οι παραφράσεις αυτές γίνονταν τμηματικά και προφορικά… … Dictionary of Greek